- ευωχιάζω
- εὐωχιάζω (Α) [ευωχία]παρέχω γεύμα σε κάποιον, φιλεύω, ευωχώ*.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
εὐωχιάζειν — εὐωχιάζω pres inf act (attic epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εὐωχιῶν — εὐωχία good cheer fem gen pl εὐωχιάζω fut part act masc voc sg εὐωχιάζω fut part act neut nom/voc/acc sg εὐωχιάζω fut part act masc nom sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ευωχιαστικός — εὐωχιαστικός, ή, όν (Α) [ευωχιάζω] αναγκαίος, κατάλληλος για ευωχία, για συμπόσιο … Dictionary of Greek